αναπετώ

αναπετώ
(-άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ.
1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι
2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω
3. πεθαίνω
4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις
5. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
6. ρίχνω, πετώ, τινάζω
7. μέσ. αναπετιέμαι ανατινάσσομαι απότομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + πέτομαι και ποιητ. πέταμαι «πετώ». Ο τ. ἀναπετῶμαι είναι μτγν.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναπετής ΙΙ
νεοελλ.
ανάπετα, αναπετάμενος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναπετῶ — ἀναπετάννυμι spread out fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out pres imperat mp 2nd sg ἀναπετάννυμι spread out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀναπετάννυμι spread out pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπετάμενος — η, ο [αναπετώ] 1. αυτός που πετάει ψηλά 2. (για νεοσσούς) αυτός που αρχίζει να πετά, να φτερουγίζει 3. (για νερά) αυτός που ξεπετιέται από το έδαφος, που αναβλύζει …   Dictionary of Greek

  • αναπετάννυμι — και ύω (Α ἀναπετάννυμι και ποιητ. ἀμπετάννυμι και ύω και ἀναπετῶ) [πετάννυμι] 1. ανοίγω διάπλατα, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) ο αναπεπταμένος* αυτός που εκτείνεται σε ανοιχτό ή μεγάλο χώρο αρχ. 1. φανερώνω, εκθέτω 2. διαχέω,… …   Dictionary of Greek

  • σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”